- φωνοκοπώ
- και φωνοκοπάω, Νφωνάζω αδιάκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -κοπώ* (πρβλ. γλεντο-κοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωνοκοπώ — φωνοκόπησα, αμτβ., φωνάζω αδιάκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek